γούρα

γούρα
η хохлатый голубь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γούρα" в других словарях:

  • περιστερόμορφο — (columbiformes). Τάξη τροπιδωτών πουλιών, συνήθως σποροφάγων, που περιλάμβανα σήμερα γύρω στα 310 είδη. Το σώμα, μέσου μεγέθους, είναι κάπως χοντρό και στηρίζεται σε πόδια κοντά, που δεν επιτρέπουν στο πουλί να βαδίζει άνετα στο έδαφος· τα πόδια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»